στρεβλοί

στρεβλοί
στρεβλός
twisted
masc nom/voc pl
στρεβλόω
twist
pres subj mp 2nd sg
στρεβλόω
twist
pres ind mp 2nd sg
στρεβλόω
twist
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στρεβλοῖ — στρεβλόω twist pres ind mp 2nd sg στρεβλόω twist pres opt act 3rd sg στρεβλόω twist pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… …   Dictionary of Greek

  • τέμνουσα — Η ευθεία, που συναντά την περιφέρεια σε δύο σημεία πραγματικά και διαφορετικά. Μία ευθεία ως προς μία περιφέρεια ονομάζεται τ., εφαπτομένη ή εξωτερική, αν η απόστασή της από το κέντρο της περιφέρειας είναι αντίστοιχα μικρότερη, ίση ή μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”